- βαρύνω
- βᾰρῡνω1 lie heavy upon, grieve
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται N. 7.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται N. 7.43
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρύνω — βαρύνω, βάρυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βαρύνω : η σημασία του, σε σχέση με το βαραίνω, έχει περιοριστεί κυρίως στο → έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, ενώ συνηθισμένη είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια → αποτελώ στοιχείο εις βάρος κάποιου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαρυνῶ — βαρύνω weigh down fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres subj act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down pres ind act 1st sg βαρύ̱νω , βαρύνω weigh down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… … Dictionary of Greek
βαρύνω — βλ. βαραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβάρυνται — βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd pl (epic ionic) βαρύνω weigh down perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνεῖ — βαρύνω weigh down fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαρύνω weigh down fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνθέντα — βαρύνω weigh down aor part pass neut nom/voc/acc pl βαρύνω weigh down aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνουσῶν — βαρύνω weigh down fut part act fem gen pl (attic epic doric) βαρῡνουσῶν , βαρύνω weigh down pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνοίμην — βαρύνω weigh down fut opt mid 1st sg (attic epic doric) βαρῡνοίμην , βαρύνω weigh down pres opt mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυνούσαις — βαρύνω weigh down fut part act fem dat pl (attic epic doric) βαρῡνούσαις , βαρύνω weigh down pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)